χαρμονή

χαρμονή
η, ΝΜΑ
χαρμοσύνη
αρχ.
καθετί που προκαλεί χαρά, το χάρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ- τού χαίρω* + κατάλ. -μονή (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' αναλογία προς το ἡδονή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρμονῇ — χαρμονή joy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονή — joy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονή — η βλ. χαρμοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρμοναῖς — χαρμονή joy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμοναῖσιν — χαρμονή joy fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμοναί — χαρμονή joy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονᾶν — χαρμονή joy fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονῆς — χαρμονή joy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονήν — χαρμονή joy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρμονῶν — χαρμονή joy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”